- αγρίζομαι
- ἀγρίζομαι (Α) [ἄγριος]ερεθίζομαι, εξάπτομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… … Dictionary of Greek
εξαγρίζομαι — ἐξαγρίζομαι (Μ) [αγρίζομαι] 1. αγριεύω, οργίζομαι 2. (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) εξαγρισμένος, η, ον άγριος … Dictionary of Greek